- συνεξακοντίζομαι
- συνεξ-ᾰκοντίζομαι, [voice] Pass.,A spurt out along with,
τῇ ῥύσει τοῦ αἵματος Id.1108.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ ῥύσει τοῦ αἵματος Id.1108.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεξακοντίζομαι — Μ [ἐξακοντίζω, ομαι] εξακοντίζομαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek